αὐλῳδικός

αὐλῳδικός
αὐλῳδ-ικός, ή, όν,
A belonging to αὐλῳδία, νόμοι ib.1132c, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αυλωδικός — αὐλῳδικός, ή, όν (Α) [αυλῳδία] αυτός που αναφέρεται στην αυλωδία …   Dictionary of Greek

  • αὐλῳδικῶν — αὐλῳδικός belonging to fem gen pl αὐλῳδικός belonging to masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλῳδικοί — αὐλῳδικός belonging to masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλῳδικούς — αὐλῳδικός belonging to masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλῳδικήν — αὐλῳδικός belonging to fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”